- θυρωρός
- portier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θυρωρός — door keeper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… … Dictionary of Greek
θυρωρός — ο φύλακας της θύρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυρωροί — θυρωρός door keeper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρούς — θυρωρός door keeper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρέ — θυρωρός door keeper masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρῷ — θυρωρός door keeper masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρόν — θυρωρός door keeper masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… … Dictionary of Greek
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
двьрьникъ — ДВЬРЬНИК|Ъ (18), А с. Привратник: Иже еп(с)пъ. ли попъ. ли диаконъ ли ѹподиако||нъ. ли чьтьць. ли пѣвьць. ли двьрьникъ. женѣ ѡс҃щенѣ б҃ѹ примѣситисѩ [так!] да извьржетьсѩ. (θυρωρὀς) КЕ XII, 44–45; то же КВ к. XIV, 107–108; ˫Ако не подобаѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)